- αγευμάτιστος
- -η, -ο [γευματίζω]αυτός που δεν γευμάτισε, νηστικός, αφάγωτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγεμάτιστος — και αγιομάτιστος, η, ο [γεματίζω] ο αγευμάτιστος* … Dictionary of Greek
αγιομάτιστος — η, ο [γιοματίζω] ο αγευμάτιστος* … Dictionary of Greek
ανάριστος — ἀνάριστος, ον (Α) ο απρογευμάτιστος, αγευμάτιστος, νηστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + άριστον «πρωινό». ΠΑΡ. αρχ. αναριστία, αναριστώ] … Dictionary of Greek
άγευτος — η, ο αυτός που δεν έφαγε, αγευμάτιστος: Ήταν κι οι δυο τους από το πρωί άγευτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)